σταλιάζω

σταλιάζω
[стапьазо] р. отдыхать в тени,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σταλιάζω" в других словарях:

  • σταλιάζω — Ν 1. (για κοπάδια) αναπαύομαι σε σκιά, κυρίως κατά το μεσημέρι, σταλίζω 2. (για πρόσ.) α) μένω αναγκαστικά πολλή ώρα σε έναν τόπο β) περιμένω όρθιος επί πολλή ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σταλίζω, κατά τα ρ. σε ιάζω (πρβλ. πουντ ιάζω, ξεπαγ ιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • σταλιάζω — στάλιασα και στάλιαξα, σταλιασμένος 1. σταλίζω. 2. μένω αναγκαστικά πολλή ώρα σε κάποιο μέρος: Κάθεται και (ξερο)σταλιάζει όλη μέρα έξω από το σπίτι της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαματεύω — και ακαματεύγω 1. είμαι ή γίνομαι ακαμάτης, τεμπέλης «άλλος εμάζευε ελιές κι άλλος ακαμάτευε» 2. (για κοπάδια) κάθομαι στον ίσκιο, σταλίζω, σταλιάζω 3. ξεκουράζομαι το μεσημέρι, βλ. ακαμάτεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακαμάτης. ΠΑΡ. ακαμάτεμα] …   Dictionary of Greek

  • ξεροσταλιάζω — 1. στέκομαι κάπου όρθιος και ακίνητος επί πολλή ώρα, ακουσίως ή αναγκαστικά («τί με είχες στημένο και ξεροστάλιαζα, αφού δεν είχες σκοπό να έλθεις;») 2. ποθώ πολύ κάτι 3. υποφέρω από έλλειψη νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + σταλιάζω «μένω πολλή ώρα… …   Dictionary of Greek

  • σταλίζω — Ν [στάλος / σταλός] 1. (μτβ.) οδηγώ το κοπάδι σε σκιερό μέρος το μεσημέρι για ανάπαυση 2. (αμτβ.) (για ζώα) αναπαύομαι, σταλιάζω 3. συνεκδ. μτφ. παραμένω κάπου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»